- Μεγαρικῶν
- ΜεγαρικόςMegarian potteryfem gen plΜεγαρικόςMegarian potterymasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεγαρική σχολή — Φιλοσοφική σχολή της αρχαιότητας. Ανήκε στις λεγόμενες μικρότερες σωκρατικές σχολές, μαζί με τις σχολές των κυνικών και των κυρηναϊκών. Άνθησε τον 4o αι. π.Χ. και ιδρυτής της ήταν ο Ευκλείδης ο Μεγαρεύς. Συνεχιστές του έργου του υπήρξαν, μεταξύ… … Dictionary of Greek
Πάχη — I Μικρό νησί του Σαρωνικού (υψόμ. 10 μ.), στη συστάδα των Μεγαρικών νησιών. Κοντά της βρίσκεται και το μικρότερο νησί Παχάκι (υψόμ. 5 μ.). Στην περιοχή της Π. βρισκόταν και το επίσης μικρό νησί Μινώα, που ενώθηκε ήδη με τη Μεγαρίδα. II Μικρός… … Dictionary of Greek
Πύρρων — (Ήλις 360 π.Χ. – 270; π.Χ.). Έλληνας φιλόσοφος, ιδρυτής της Σκεπτικής σχολής. Κατά την παράδοση, είχε γνωρίσει τη διδασκαλία των μεγαρικών και κατόπιν του δημοκριτικού Αναξάρχου, ασφαλώς όμως το σημαντικότερο γεγονός της ζωής του ήταν το ταξίδι… … Dictionary of Greek